- βενζιναντλία
- ηαντλητική συσκευή ή εγκατάσταση για την εναποθήκευση και την παροχή βενζίνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βενζιναντλία — η συσκευή μέσω της οποίας τα πρατήρια βενζίνης μεταφέρουν βενζίνη από τους χώρους αποθήκευσης στα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων: Οι βενζιναντλίες των βενζινάδικων πρέπει να συντηρούνται τακτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)